- οὐλαμός
- οὐλαμόςthrong of warriorsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουλαμός — ο (Α οὐλαμός και ὀλαμός) νεοελλ. 1. μικρό τμήμα στρατού, οργανικό ή μή 2. τμήμα ίλης ιππικού από δύο ομάδες μάχης ή τμήμα πυροβολαρχίας ή πολυβολαρχίας το οποίο αποτελείται από δύο στοιχεία και διοικείται από κατώτερο αξιωματικό, υπολοχαγό ή… … Dictionary of Greek
ουλαμός — ο 1. τμήμα ιππικού ή πυροβολικού με διοικητή λοχαγό ή υπολοχαγό. 2. σχηματισμός από τρία πλοία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐλαμοῖς — οὐλαμός throng of warriors masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλαμοί — οὐλαμός throng of warriors masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλαμούς — οὐλαμός throng of warriors masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλαμῶν — οὐλαμός throng of warriors masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλαμόν — οὐλαμός throng of warriors masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και ως Μελισσεύς. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Κρήτης και πατέρας της Αμάλθειας και της Μέλισσας. Οι κόρες του ανέθρεψαν με γάλα και μέλι το νεογέννητο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, τον Δία, γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
ουλαμαγός — ο στρατ. διοικητής ουλαμού, αξιωματικός επιφορτισμένος με καθήκοντα διοίκησης ουλαμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουλαμός + αγός (< άγω), πρβλ. λοχ αγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Ι. Πασχάλη] … Dictionary of Greek
ουλαμηγός — ό 1. αυτός που οδηγεί ουλαμό («ουλαμηγό πλοίο») 2. το αρσ. ως ουσ. ο ουλαμηγός αρχηγός ουλαμού 3. το θηλ. ως ουσ. η ουλαμηγός το πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο αρχηγός ουλαμού, αλλ. ουλαμηγό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουλαμός + ηγός (< άγω), πρβλ.… … Dictionary of Greek